- ερίνεος
- Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά).
1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους.
2. Η θέση της Αττικής όπου ο Θησέας σκότωσε τον Προκρούστη και ο Πλούτων άρπαξε την Περσεφόνη. Βρισκόταν σε μια καμπή του Κηφισού.
3. Πόλη της πελοποννησιακής ακτής του Κορινθιακού. Χτίσθηκε μαζί με το Αίγιο και την Αίγειρα από τους κατοίκους της Βούρας και της Εχίνης, όταν οι πόλεις τους καταστράφηκαν από σεισμό.
4. Φθιωτική πόλη, μεταξύ Ναρθακίου και Κορωνείας.
5. Όρμος της πελοποννησιακής ακτής του Κορινθιακού, μπροστά στον οποίο έγινε η ναυμαχία Αθηναίων και Κορινθίων (412 π.Χ.), που είχε ως συνέπεια να θεωρήσουν και οι δύο αντίπαλοι τους εαυτούς τους νικητές, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης (Ζ, λδ’).
* * *ἐρίνεος, -α, -ον (AMΑ ιων. τ. και εἰρίνεος, -η, -ον και ἔρινος, -η, -ον) [έριον]μάλλινος, από μαλλί («εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύνει» — φορεί μάλλινο χιτώνα, Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.